συνεκκλέπτω

συνεκκλέπτω
Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκκλέπτει — συνεκκλέπτω help to steal away pres ind mp 2nd sg συνεκκλέπτω help to steal away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλαπείς — συνεκκλέπτω help to steal away aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλέπτοντος — συνεκκλέπτω help to steal away pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλέπτουσα — συνεκκλέπτω help to steal away pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλέψασα — συνεκκλέψᾱσα , συνεκκλέπτω help to steal away aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”